αδιπλασίαστος

αδιπλασίαστος
η , ο [ος , ον ] неудвоенный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αδιπλασίαστος" в других словарях:

  • αδιπλασίαστος — η, ο (Μ ἀδιπλασίαστος, ον) [διπλασιάζω] αυτός που δεν έχει διπλασιαστεί …   Dictionary of Greek

  • αδιπλασίαστος — η, ο αυτός που δε διπλασιάστηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιπλασιάστως — ἀδιπλασίαστος not doubled adverbial ἀδιπλασίαστος not doubled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιπλασίαστον — ἀδιπλασίαστος not doubled masc/fem acc sg ἀδιπλασίαστος not doubled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιπλασιάστῳ — ἀδιπλασίαστος not doubled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδίπλαστος — ἀδίπλαστος, ον (Μ) [διπλάζω] ο αδιπλασίαστος* …   Dictionary of Greek

  • αδίπλιαστος — η, ο [διπλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει δίπλες, πτυχές, ο απτύχωτος 2. αδιπλασίαστος, μονός …   Dictionary of Greek

  • αδίπλωτος — η, ο (Μ ἀδίπλωτος, ον) [διπλῶ] νεοελλ. αυτός που δεν διπλώθηκε μσν. ο αδιπλασίαστος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»